- λογομαχία
- ηφιλονικία, διαμάχη με λόγια: Μετά τη λογομαχία τους πιάστηκαν και στα χέρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογομαχία — λογομαχίᾱ , λογομαχία war about words fem nom/voc/acc dual λογομαχίᾱ , λογομαχία war about words fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίᾳ — λογομαχίαι , λογομαχία war about words fem nom/voc pl λογομαχίᾱͅ , λογομαχία war about words fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχία — η (AM λογομαχία) [λογομαχώ] ζωηρή διαφωνία, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός, αντεγκλήσεις … Dictionary of Greek
λογομαχίας — λογομαχίᾱς , λογομαχία war about words fem acc pl λογομαχίᾱς , λογομαχία war about words fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίαι — λογομαχία war about words fem nom/voc pl λογομαχίᾱͅ , λογομαχία war about words fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίαν — λογομαχίᾱν , λογομαχία war about words fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχίαις — λογομαχία war about words fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομαχικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογομαχία, αυτός που γίνεται με λογομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογομαχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1760 στον Γεώργιο Φατζέα] … Dictionary of Greek
επεισόδιο — το (Α ἐπεισόδιον) 1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων 2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής» «ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος»,… … Dictionary of Greek
ντέσπουτα — η (Μ ντέσπουτα και δίσπουτα) (διαλ.) 1. έντονη συζήτηση, λογομαχία για θέματα επιστημονικά ή φιλοσοφικά 2. δικανική αγόρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputa < λατ. disputo «συζητώ έντονα». Ο τ. δίσπουτα < ιταλ. disputa «λογομαχία»] … Dictionary of Greek